- εχιδνίδες
- Οικογένεια οργανισμών που ανήκουν στην τάξη των μονοτρημάτων, δηλαδή θηλαστικών τα οποία γεννούν αβγά και παράγουν γάλα για τη θρέψη των μικρών τους. Είναι ζώα χερσαία, με κοντή ουρά και τρίχωμα το οποίο περιλαμβάνει ισχυρές αιχμηρές άκανθες, που εξυπηρετούν την άμυνα του οργανισμού. Τα ενήλικα άτομα των ε. δεν έχουν δόντια, παρότι η υπερώα και η γλώσσα καλύπτονται από άκανθες. Τα πόδια φέρουν μακριά ισχυρά νύχια που εξυπηρετούν το σκάψιμο, για την εξεύρεση τροφής και τον σχηματισμό φωλιών. Είναι κοινά στην Αυστραλία, στην Τασμανία και στη Νέα Γουινέα, και αντιπροσωπεύονται από δύο γένη, την Echidna και την Proechidna.
Dictionary of Greek. 2013.